
Με ενδιαφέρει η γνώμη του συνανθρώπου μου και νοιάζομαι για τα μονοπάτια της αλήθειας. Που να βρεις τον Δρόμο σου, πώς να ξεφύγεις από τις λεωφόρους της παραπλάνησης και του αποπροσανατολισμού; Χρυσοθήρας της γνώσης, κοσκινίζω τις γνώμες, αναζητώ την αλήθεια. Κάτσε κάτω κι αφουγκράσου. : ο νέος κώδικας επικοινωνίας, enakena.monadiko.gr
Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009
ΜΑΛΛΙΑΣΕ Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ…
ΜΑΛΛΙΑΣΕ Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ…
ΤΡΩΕΙ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΚΑΒΓΑ…
Οι περισσότεροι από τους παλαιστές, ήταν σκλάβοι, που έβγαιναν από το στίβο με την ελπίδα να νικήσουν και να απελευθερωθούν. Στην ελεύθερη αυτή πάλη επιτρέπονταν τα πάντα γροθιές, κλωτσιές, κουτουλιές, ακόμη και το πνίξιμο.
Το μόνο που απαγορευόταν αυστηρά ήταν οι γρατζουνιές. Ο παλαιστής έπρεπε να νικήσει τον αντίπαλό του, χωρίς να του προξενήσει την παραμικρή αμυχή με τα νύχια, πράγμα , βέβαια, δυσκολότατο.
Γιατί τα νύχια των δυστυχισμένων σκλάβων, που έμεναν συνέχεια μέσα στα κάτεργα, ήταν τεράστια και σκληρά από τις βαριές δουλειές που έκαναν.
Γι’ αυτό λίγο προτού βγουν στο στίβο, άρχιζαν να τα κόβουν, όπως μπορούσαν, με τα δόντια τους. Από το γεγονός αυτό βγήκε κι η φράση «τρώει τα νύχια του για καβγά».
ΤΡΩΕΙ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΚΑΒΓΑ…
Οι περισσότεροι από τους παλαιστές, ήταν σκλάβοι, που έβγαιναν από το στίβο με την ελπίδα να νικήσουν και να απελευθερωθούν. Στην ελεύθερη αυτή πάλη επιτρέπονταν τα πάντα γροθιές, κλωτσιές, κουτουλιές, ακόμη και το πνίξιμο.
Το μόνο που απαγορευόταν αυστηρά ήταν οι γρατζουνιές. Ο παλαιστής έπρεπε να νικήσει τον αντίπαλό του, χωρίς να του προξενήσει την παραμικρή αμυχή με τα νύχια, πράγμα , βέβαια, δυσκολότατο.
Γιατί τα νύχια των δυστυχισμένων σκλάβων, που έμεναν συνέχεια μέσα στα κάτεργα, ήταν τεράστια και σκληρά από τις βαριές δουλειές που έκαναν.
Γι’ αυτό λίγο προτού βγουν στο στίβο, άρχιζαν να τα κόβουν, όπως μπορούσαν, με τα δόντια τους. Από το γεγονός αυτό βγήκε κι η φράση «τρώει τα νύχια του για καβγά».
ΜΥΡΙΖΩ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΜΟΥ…
συνήθεια, κατά την οποία οι ιέρειες των μαντείων βουτούσαν τα δάχτυλά τους σ’ ένα υγρό με βάση το δαφνέλαιο, τις αναθυμιάσεις του οποίου εισέπνεαν καθώς τα έφερναν κατόπιν κοντά στη μύτη τους και μ’ αυτό τον τρόπο έπεφταν σ’ ένα είδος καταληψίας κατά την οποία προμάντευαν τα μελλούμενα.
ΜΥΡΙΖΩ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΜΟΥ…
συνήθεια, κατά την οποία οι ιέρειες των μαντείων βουτούσαν τα δάχτυλά τους σ’ ένα υγρό με βάση το δαφνέλαιο, τις αναθυμιάσεις του οποίου εισέπνεαν καθώς τα έφερναν κατόπιν κοντά στη μύτη τους και μ’ αυτό τον τρόπο έπεφταν σ’ ένα είδος καταληψίας κατά την οποία προμάντευαν τα μελλούμενα.
ΕΦΑΓΑ ΧΥΛΟΠΙΤΑ…
ΕΦΑΓΑ ΧΥΛΟΠΙΤΑ…
ΧΡΩΣΤΑΕΙ ΤΗΣ ΜΙΧΑΛΟΥΣ…
που ανήκε σε μια γυναίκα, τη Μιχαλού.
Η Μιχαλού είχε το προτέρημα να κάνει «βερεσέδια» αλλά υπό προθεσμία. Μόλις εξαντλείτο η προθεσμία – και η υπομονή της – στόλιζε τους χρεώστες της με «κοσμητικότατα» επίθετα. Όσοι τα άκουγαν, ήξεραν καλά ότι αυτός που δέχεται τις «περιποιήσεις» της «χρωστάει της Μιχαλούς».
ΧΡΩΣΤΑΕΙ ΤΗΣ ΜΙΧΑΛΟΥΣ…
που ανήκε σε μια γυναίκα, τη Μιχαλού.
Η Μιχαλού είχε το προτέρημα να κάνει «βερεσέδια» αλλά υπό προθεσμία. Μόλις εξαντλείτο η προθεσμία – και η υπομονή της – στόλιζε τους χρεώστες της με «κοσμητικότατα» επίθετα. Όσοι τα άκουγαν, ήξεραν καλά ότι αυτός που δέχεται τις «περιποιήσεις» της «χρωστάει της Μιχαλούς».
ΤΟΥΜΠΕΚΙ…
κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής. Τον αργιλέ τον ετοίμαζαν οι «ταμπήδες» των καφενείων και επειδή αυτοί έπιαναν την κουβέντα κι αργούσαμε τον πάνε στον πελάτη, εκείνος με τη σειρά του φώναζε: «κάνε τουμπεκί ». Όσοι κάπνισαν ναργιλέ ήταν και από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσε η «πάρλα», οι φλυαρίες. Με τις ώρες κρατούσαν στα χείλη τους το «μαρκούτσι» του ναργιλέ, απολαμβάνοντας μακάρια και σιωπηλά το τουμπεκί, που σιγόκαιγε στο λούλα.. Και αν κάνεις, που κι αυτός κάπνιζε ναργιλέ δίπλα του, άνοιγε πλατιά κουβέντα, οι μερακλήδες της παρέας του έλεγαν: « Κάνε τουμπεκί», δηλαδή, κάπνιζε και μη μιλάς. Τώρα για το « ψιλοκομμένο » τουμπεκί, ήταν η τέχνη του «ταμπή» να του το προσφέρει ψιλοκομμένο, που ήταν και καλύτερο.
ΤΟΥΜΠΕΚΙ…
κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής. Τον αργιλέ τον ετοίμαζαν οι «ταμπήδες» των καφενείων και επειδή αυτοί έπιαναν την κουβέντα κι αργούσαμε τον πάνε στον πελάτη, εκείνος με τη σειρά του φώναζε: «κάνε τουμπεκί ». Όσοι κάπνισαν ναργιλέ ήταν και από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσε η «πάρλα», οι φλυαρίες. Με τις ώρες κρατούσαν στα χείλη τους το «μαρκούτσι» του ναργιλέ, απολαμβάνοντας μακάρια και σιωπηλά το τουμπεκί, που σιγόκαιγε στο λούλα.. Και αν κάνεις, που κι αυτός κάπνιζε ναργιλέ δίπλα του, άνοιγε πλατιά κουβέντα, οι μερακλήδες της παρέας του έλεγαν: « Κάνε τουμπεκί», δηλαδή, κάπνιζε και μη μιλάς. Τώρα για το « ψιλοκομμένο » τουμπεκί, ήταν η τέχνη του «ταμπή» να του το προσφέρει ψιλοκομμένο, που ήταν και καλύτερο.